- καλυβοποιέομαι
- κᾰλῠβο-ποιέομαι, [voice] Med.,A make oneself a cabin, Str.4.5.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλυβοποιησάμενοι — καλυβοποιέομαι make oneself a cabin aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλυβοποιοῦνται — καλυβοποιέομαι make oneself a cabin pres ind mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)